ες,
A like flour, Gal.12.212; ἄρτος Lyc.(?)ap.Orib.9.26.8.
[Seite 93] ες, mehlartig, Galen.
ἀλευρώδης: -ες, (εἶδος) = ὅμοιος ἀλεύρῳ, Γαλην.