ἀντιψάλλω

Revision as of 10:06, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

   A play a stringed instrument in accompaniment of song, ἀ. ἐλέγοις φόρμιγγα Ar.Av.218.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιψάλλω: κρούω ἔγχορδον ὄργανον καὶ συναποτελῶ μελῳδίαν μετ’ ᾄσματος, Φοῖβος ... τοῖς σοῖς ἐλέγοις ἀντιψάλλων ἐλεφαντόδετον φόρμιγγα, θεῶν ἵστησι χοροὺς Ἀριστοφ. Ὄρν. 217.