τό,
A remedy for boils, Paul.Aeg.4.23.
[Seite 651] τό, Heilmittel gegen das vorige, Medic.
δοθιηνικόν: τό, φάρμακον κατὰ τῶν δοθιήνων, Παῦλ. Αἰγ. 142. 48.