δόκος
English (LSJ)
ὁ,
A = δόκησις, Xenoph.34.4, Call.Fr.100; περὶ τοῦ δ., title of work by Demetrius of Phalerum, D.L.5.81. II = ἀγχονή, Ar. Fr.515.
German (Pape)
[Seite 654] ὁ, = δόκησις, Xenophan. bei Sext. Emp. adv. math. 7, 110; Callim. frg. 100. Nach Cram. An. 1 p. 223 wäre umgekehrt dies δοκός u. das vorige δόκος zu schreiben.
Greek (Liddell-Scott)
δόκος: ὁ, = δόκησις, Ξενοφάν. Ἀποσπ. 14, Καλλ. Ἀποσπ. 100. ΙΙ. ἐνέδρα, παγίς, ὥς τινες ἑρμηνεύουσι τὸ χωρίον, Ἀρχίλ. 60· ἴδε προηγ.