μυλιαῖος: -α, -ον, μυλιαῖος λίθος = μυλόπετρα, Εὐσέβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 237Β. 2) μυλιαῖοι ὀδόντες, οἱ γόμφιοι, Ὀρειβ. σ. 168 Mai.