A weigh, Suid. s.v. βαστάσας.
[Seite 601] abwägen, Suid.
διασηκόω: ζυγίζω, δοκιμάζω τὸ βάρος (διὰ τῆς χειρός), Σουΐδ. ἐν λ. βαστάσας.