(τόρμη)
A turn from the way, Paus.Gr.Fr.310.
[Seite 782] (τορμή), vom geraden Wege abschweifen, Suid.
ἐκτορμέω: (τόρμη) ἐξέρχομαι τῆς ὁδοῦ, παραστρατίζω, λοξοδρομῶ, Παυσ. παρ’ Εὐστ. 598. 26.