εἰσόπιν

Revision as of 10:07, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

(ὄπις) Adv.

   A back: c. gen., εἰσόπιν χρόνου hereafter, A.Supp. 617.

German (Pape)

[Seite 744] nachher, in der Folge, χρόνου Aesch. Suppl. 612.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσόπιν: (ὄπις), ἐπίρρ., κατόπιν, μετὰ γεν., εἰσόπιν χρόνου, ἐν τῷ μετὰ ταῦτα, μετὰ παρέλευσιν χρόνου, Αἰσχύλ. Ἱκ. 617.