ἀσφαραγέω
English (LSJ)
(ἀ- euph., σφαραγέω)
A resound, clang, of armed men, Theoc.17.94 (dub. l.).
German (Pape)
[Seite 381] (α euphon.), rauschen, tosen, Theocr. 17, 94, Mein. lies't ἀμφαγέρονται.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσφᾰρᾰγέω: (α εὐφων. σφαραγέω) ἀντηχῶ, κλαγγὴν ποιῶ, ἐπὶ ἐνόπλων ἀνδρῶν, πολλοὶ δὲ οἱ ἀσπιδιῶται χαλκῷ μαρμαίροντι σεσαγμένοι ἀσφαραγεῦντι Θεόκρ. 17. 94· ἀλλ’ ὁ Meineke διορθοῖ πολλοῖ δὲ μιν ἀσπιδιῶται χαλκῷ μαρμαίροντι σεσαγμένοι ἀμφαγέρονται.