Χαριτήσια: (ἐξυπακ. ἱερά), τά, ἡ ἑορτὴ τῶν Χαρίτων ἐν Ὀρχομενῷ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1583 (ἔνθα φέρεται Χαριτείσια), 1584.