A v. Νεμέσια.
Νεμέσεια: (ἐξυπ. ἱερά), τά, ἡ ἐορτὴ τῆς Νεμέσεως τελουμένη καὶ πρὸς τιμὴν τῶν νεκρῶν, Δημ. 1031. 13· διάφ. γραφ. Νεμέσια.