(sc. γῆ), ιδος, ἡ, a sort of
A clay, Dsc.5.157, Plin. HN35.194.
[Seite 641] ἡ, γῆ, eine Thonart; Diosc.; Plin. H. N. 34, 16.
πνῑγῖτις: (δηλ. γῆ) ἡ, εἶδος πηλοῦ, Διοσκ. 5. 177, Πλίν. 35. 56.