(ἄπεδος)
A level, ἠπέδιζον τὴν ἀκρόπολιν Clitod.22.
[Seite 283] (ἄπεδος), ebenen, gleichmachen, Sp.
ἀπεδίζω: (ἄπεδος) ἰσοπεδῶ, ὁμαλίζω, ἰσάζω, ἠπέδιζον τὴν ἀκρόπολιν, Κλειτόδημ. 22, - «ἀπεδίσαι· ὁμαλίσαι, ἐδαφίσαι» Ἡσύχ.