σακκίας
English (LSJ)
(or σακίας) οἶνος,
A strained wine, Poll.6.18.
German (Pape)
[Seite 858] ὁ, οἶνος, durchgeschlagener, durchgeseihter Wein, Eupolis. bei Poll. 6, 18.
Greek (Liddell-Scott)
σακκίας: (ἢ σακίας) οἶνος, οἶνος στραγγιζόμενος, «σακκίας δὲ ὁ διυλισμένος καὶ σακτὸς παρ’ Εὐπόλιδι» Πολυδ. Ϛ΄, 18.