προσορέω

Revision as of 10:08, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

(ὅρος)

   A border on, οἱ προσοροῦντες τῇ Μακεδονίᾳ Θρᾷκες Plb.10.41.4; τὰ προσοροῦντα [τῇ Χερσονήσῳ] τῆς Εὐρώπης Id.21.46.9.

German (Pape)

[Seite 775] angränzen, τινί, Pol., τοὺς προσοροῦντας τῇ Μακεδονίᾳ Θρᾷκας, 10, 41, 4. 22, 27, 9.

Greek (Liddell-Scott)

προσορέω: (ὅρος) συνορεύω, γειτνιάζω, μετὰ δοτικ., Πολύβ. 10. 41, 4., 22. 5, 14.