βοῦς· ὁ ἐξ ἀλφίτων, Hsch. Μαζεύς,
A = Ζεύς (Phryg.), Id.
μαζεινὸς: [[[μάζινος]]] βοῦς· «ὁ ἐξ ἀλφίτων» Ἡσύχ.