θεοβλαβέω

Revision as of 10:09, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

   A to be θεοβλαβής, A.Pers.831, Them.Or.4.56c.

German (Pape)

[Seite 1195] 1) gegen die Götter freveln, ὑπερκόπῳ θράσει Aesch. Pers. 817. – 2) ein θεοβλαβής sein, geistesverwirrt sein, Themist. or. 4 p. 56.

Greek (Liddell-Scott)

θεοβλᾰβέω: ἁμαρτάνω εἰς τοὺς θεούς, ἀσεβῶ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 831. 2) εἶμαι θεοβλαβής, εἶμαι βεβλαμμένος τὰς φρένας ὑπὸ θεοῦ, Θεμίστ. 56C.