ἀμβωνίζομαι
Greek (Liddell-Scott)
ἀμβωνίζομαι: ἀναβαίνω εἰς τὸν ἄμβωνα, παρ’ Ἀριστιν. καὶ Συμ. Λογοθ., ἐν Κανον. 15 τῆς ἐν Λαοδ. Συνόδ. Ἴδε Δουκάγγ. ἐν λέξει.
ἀμβωνίζομαι: ἀναβαίνω εἰς τὸν ἄμβωνα, παρ’ Ἀριστιν. καὶ Συμ. Λογοθ., ἐν Κανον. 15 τῆς ἐν Λαοδ. Συνόδ. Ἴδε Δουκάγγ. ἐν λέξει.