dub. form of ἀμβλίσκω, S.Fr.132, Procop. Arc.17, Hippiatr.15.
ἀμβλύσκω: ἀμφίβολος τύπος τοῦ ἀμβλίσκω· ἀλλ’ ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 210.