A catch with nets, λ. γυργαθοῖς Peripl.M.Rubr.15.
[Seite 49] mit Garnen oder Netzen fangen, Arr.
λῐνεύω: ἁλιεύω, «ψαρεύω», καὶ γυργάθοις λινεύουσιν, ἀντὶ δικτύων αὐτοὺς καθιέντες Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σελ. 10.