συναναβαίνω

Revision as of 10:09, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

   A go up with or together, freq. of going into central Asia, Hdt.7.6, X.An.5.4.16, Isoc.4.146; τινι with one, ib.145, X.An. 1.3.18; τινὶ εἰς Ἱεροσόλυμα Ev.Marc.15.41; μετά τινος OGI632.2 (Palmyra, ii A.D.); σ. μέχρι Συήνης Str.2.5.12, cf. 11.5.2; pass upwards also, διὰ τῶν ὀστῶν Gal.2.711; ascend the sky with, τῷ πόλῳ Vett.Val.8.14.    2 σ. ἅρμα mount it together, Luc.Charid. 19.

German (Pape)

[Seite 999] (s. βαίνω), mit, zugleich, zusammen hinausgehen, -ziehen, bes. nach Asien hinein; Her. 7, 6; Κύρῳ, Isocr. 4, 145; Xen. An. 1, 3, 18. 5, 4, 16. S. ἀναβαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

συναναβαίνω: ἀναβαίνω ὁμοῦ μετά τινος, μάλιστα ἐπὶ τῆς εἰς τὴν μέσην Ἀσίαν ἀναβάσεως, Ἡρόδ. 7. 6, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 4, 16, Ἰσοκρ. 71Β· τινι, ὁμοῦ μετά τινος, αὐτόθι 70Ε, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 3, 18· οὕτω, συν. μέχρι Συήνης Στράβ. 118, πρβλ. 504, κτλ. 2) συναναβαίνω ἅρμα, ἀναβαίνω ὁμοῦ εἰς τὸ ἅρμα, Λουκ. Χαρίδ. 19.