A breathe with difficulty, Q.S.4.244, cf. Opp.H.5.212 (where it may be trans.).
[Seite 207] schwer aufathmen, Qu. Sm. 4, 244; Opp. H. 5, 212.
ἀνασθμαίνω: ἀναπνέω μετὰ δυσκολίας, ἐκ δὲ μόγοιο λάβρον ἀνασθμαίνοντες Κόϊντ. Σμ. 4. 244.