Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
A = αἱματόω, in Pass., Hsch.
αἱμόω: αἱματόω, ἐξ οὗ ἔχομεν Ἰων. παθ. μετοχ. αἱμευμένα· ἐν Ἱππ. 1138C. κ. ὁ Δινδ. διορθοῖ αἱμοῦσα ἀντὶ αἱμάσσουσα ἐν Εὐρ. Ι. Τ. 226. Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύη αἱμώθη διὰ τοῦ ᾑματώθη.