σταυρόω

Revision as of 10:09, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

(σταυρός)

   A fence with pales, Th.7.25; σ. τὰ βάθη ξύλοις D.S.24.1:—Pass., Th.6.100.    II crucify, Plb.1.86.4, Ev.Matt.20.19, Critodem. in Cat.Cod.Astr.8(4).200: metaph., σ. τὴν σάρκα crucify it, destroy its power, Ep.Gal.5.24, cf. 6.14: ἧλος ἐσταυρωμένος nail from a cross, as amulet, Asclep.Jun. ap. Alex.Trall.1.15.

German (Pape)

[Seite 930] 1) Pfähle oder Pallisaden einschlagen, durch Pallisaden schützen, ὅσα ἐσταυρώθη τοῦ ὑποτειχίσματος Thuc. 6, 100 u. Sp. – 2) kreuzigen; Pol. 1, 86, 4; N. T. u. K. S.

Greek (Liddell-Scott)

σταυρόω: (σταυρὸς) περιφράττω διὰ σκολόπων ἢ πασσάλων, περιχαρακῶ τόπον τινά, Θουκ. 7. 25· στ. τὰ βάθη ξύλοις Διοδ. Ἐκλογ. 507. 69. - Παθητ., Θουκ. 6. 100. ΙΙ. σταυρώνω, ἀνασκολοπίζω, ἐπὶ σταυροῦ προσηλώνω, Πολύβ. 1. 86, 4, Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. κ΄, 19, κτλ.· πρβλ. ἀναστ-· - μεταφορ., στ. τὴν σάρκα, σταυρώνω αὐτήν, καταστρέφω τὴν δύναμιν αὐτῆς, Ἐπιστ. πρ. Γαλ. ε΄, 24, πρβλ. ς΄, 14.