A absorb, exhaust, Ph.1.124, Ael.Fr.82.
[Seite 767] = ἐκλείχω, Suid. v. μιαροί
ἐκλιχμάομαι: ἀπολείχω, Σουΐδ. ἐν λεξ. μιαροί, Φίλων τ. 1. σ. 124, 29.