ἀναλικμάω

Revision as of 10:10, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

   A winnow out, of grain, v.l. in Pl.Ti.52e.

German (Pape)

[Seite 196] aufschwingen, ausworfeln, vom Getreide, σειόμενα καὶ ἀναλικμώμενα Plat. Tim. 52 e, wo mehrere codd. ἀναλικνώμενα, andere ἀνικμώμενα haben.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναλικμάω: ἀποχωρίζω τὰ ἄχυρα ἐκ τοῦ σίτου διὰ λικμήσεως, «λιχνίζω», Πλάτ. Τίμ. 52E.