ἀσπιδοφόρος
English (LSJ)
ον,
A bearing a shield, Thd.2 Ki.11.4.
German (Pape)
[Seite 373] schildtragend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσπῐδοφόρος: -ον, ὁ φέρων ἀσπίδα, Θεοδ. Β΄ Βασ. ια΄, 4.
ον,
A bearing a shield, Thd.2 Ki.11.4.
[Seite 373] schildtragend, Sp.
ἀσπῐδοφόρος: -ον, ὁ φέρων ἀσπίδα, Θεοδ. Β΄ Βασ. ια΄, 4.