A v. χλόος.
[Seite 1360] ὁ, zsgzgn statt χλόος.
χλοῦς: ὁ, συνῃρ. τοῦ χλόος, ὃ ἴδε, «χλοῦς, ἡ χλωρότης» Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 596 «χλοῦς˙ ὠχρότης» Ἡσύχ.