δυσεξανάλωτος
English (LSJ)
[ᾱλ], ον,
A = δυσανάλωτος, Hp. Alim.49.
German (Pape)
[Seite 679] schwer zu verdauen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
δυσεξᾰνάλωτος: [ᾱλ], ον, = δυσανάλωτος, Ἱππ. 383. 9.
[ᾱλ], ον,
A = δυσανάλωτος, Hp. Alim.49.
[Seite 679] schwer zu verdauen, Hippocr.
δυσεξᾰνάλωτος: [ᾱλ], ον, = δυσανάλωτος, Ἱππ. 383. 9.