ἀνεπισκότητος
English (LSJ)
ον,
A not obscured or overcluded, Gal.UP10.2, Ptol. Tetr.100, Heph. Astr.1.25; and so prob.Procl.Par.Ptol.144 (-ιστος codd.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπισκότητος: -ον, ὁ μὴ ἐπισκοτιζόμενος, Γαλην. κτλ.
ον,
A not obscured or overcluded, Gal.UP10.2, Ptol. Tetr.100, Heph. Astr.1.25; and so prob.Procl.Par.Ptol.144 (-ιστος codd.).
ἀνεπισκότητος: -ον, ὁ μὴ ἐπισκοτιζόμενος, Γαλην. κτλ.