οὔλως
English (LSJ)
Adv., Dor. for ὅλως, Pempel. ap. Stob.4.25.52.
Greek (Liddell-Scott)
οὔλως: ὄλως, Πέμπελος παρὰ Στοβ. 460. 53, εἰ μὴ ἀναγνωστέον ὄλως.
Adv., Dor. for ὅλως, Pempel. ap. Stob.4.25.52.
οὔλως: ὄλως, Πέμπελος παρὰ Στοβ. 460. 53, εἰ μὴ ἀναγνωστέον ὄλως.