φιλανθρωπέω
English (LSJ)
= foreg.,
A show kindness, τὰ πρὸς ἡμᾶς PCair.Zen.428.14 (iii B. C.); τὰ λοιπὰ φ. τῇ πόλει SIG456.8 (Ziaelas, iii B. C.); ταῖς ἑαυτοῦ δυνάμεσιν πεφιλανθρώπηκε OGI90.12 (Rosetta, ii B. C.). 2 abs. in Astrol., to be favourable, φιλανθρωποῦντος τόπου Ptol.Tetr.141. II trans., treat kindly, deal kindly with, τινα Plb.3.76.2, al.; τὸν τόπον LXX 2 Ma.13.23, cf. POxy.532.20 (ii A. D.):—Pass., προαιρούμενος . . τὸν δῆμον φιλανθρωπεῖσθαι Rev.Phil.10(1936).253 (Ilium); φιλανθρωπηθείς Plb.38.20.11 (ap.Suid.); ἵν' ὦ πεφιλανθρωπημένος that I may obtain redress, PTeb.31.21 (ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1274] Menschenfreund sein, als Menschenfreund handeln, Sp.; auch trans., τινά, Einen freundlich behandeln, anreden, Pol. 3, 76, 2; φιλανθρωπηθείς, freundlich aufgenommen, 39, 3,2.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλανθρωπέω: τῷ προηγουμ., δεικνύω φιλανθρωπίαν, τινι Μάρμαρ. Ροσσέτ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 12. ΙΙ. μεταβ., μεταχειρίζομαί τινα φιλανθρώπως, μετ’ ἀγαθότητος, τινα Πολύβ. 3. 76, 2, κ. ἀλλ.· Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. ΙΔ΄, 23). ― Παθ., φιλανθρωπηθεὶς Πολύβ. 39. 3, 2.