εως, ἡ,
A suppuration, Id.Aph.5.65, Aret.CA1.7, etc.
[Seite 818] ἡ, = ἐμπύη, Medic.
ἐμπύησις: -εως, ἡ, σχηματισμὸς πύου, «ὄμπυασμα», Ἱππ. Ἀφ. 1256, Ἀρετ., κτλ.