χρυσοβαφής

Revision as of 10:12, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

English (LSJ)

ές,

   A gold-embroidered, Plu.Demetr.41; χ. ἄνακτες Simm.25.

German (Pape)

[Seite 1380] ές, goldgefärbt, goldfarbig, aber auch = χρυσογραφής, goldgestickt; ἄνακτες Simmi. (XV, 22); bei Plut. Demetr. 41 zw.; vgl. Callixen. bei Ath. V, 200 d.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοβᾰφής: -ές, κεχρυσωμένος, χρυσοκέντητος, = χρυσογραφής, Πλουτ. Δημήτρ. 41· οὕτω, χρ. ἄνακτες Ἀνθ. Π. 15. 22· πρβλ. Hemst. εἰς Λουκ. 1. 623.