ατος, τό,
A f.l. for ἀνάβλεμμα in X.Cyn.4.4.
ἀνάστρεμμα: τό, ἐν Ξεν. Κυν. 4. 4, ἐσφ. γραφ. ἀντὶ ἀνάβλεμμα.