ταχυβάδιστος
German (Pape)
[Seite 1076] = Folgdm, Adamant. physiogn. 2, 42.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχῠβάδιστος: -ον, = τῷ ἑπομ., Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 2, 42.
[Seite 1076] = Folgdm, Adamant. physiogn. 2, 42.
τᾰχῠβάδιστος: -ον, = τῷ ἑπομ., Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 2, 42.