ῥαβδηφόρος
English (LSJ)
ον, poet. for ῥαβδοφόρος,= θυρσοφόρος, Lyc.1140.
German (Pape)
[Seite 829] poet, statt ῥαβδοφόρος, Lycophr. 1139.
Greek (Liddell-Scott)
ῥαβδηφόρος: -ον, ποιητ. ἀντὶ ῥαβδοφόρος, = θυρσοφόρος, Λυκόφρ. 1139.
ον, poet. for ῥαβδοφόρος,= θυρσοφόρος, Lyc.1140.
[Seite 829] poet, statt ῥαβδοφόρος, Lycophr. 1139.
ῥαβδηφόρος: -ον, ποιητ. ἀντὶ ῥαβδοφόρος, = θυρσοφόρος, Λυκόφρ. 1139.