ἰκελόω
English (LSJ)
[ῐ],
A make like, AP9.83 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 1247] ähnlich machen, θηρσὶν κείνους Philip. 72 (IX, 83).
Greek (Liddell-Scott)
ἰκελόω: ῐ, καθιστῶ τι ὅμοιον, θησὶν κείνους ἰκελώσας Ἀνθ. Π. 9. 83.
[ῐ],
A make like, AP9.83 (Phil.).
[Seite 1247] ähnlich machen, θηρσὶν κείνους Philip. 72 (IX, 83).
ἰκελόω: ῐ, καθιστῶ τι ὅμοιον, θησὶν κείνους ἰκελώσας Ἀνθ. Π. 9. 83.