ον, contr. μελίθρους, ουν,
A sweet-voiced, κύκνος ib.5.124 (Bass.).
[Seite 123] zsgzgn -θρους, ουν, süßtönend, κύκνος, Bass. 1 (V, 125).
μελίθροος: -ον, συνῃρ. -θρους, ὁ ἡδέως ἠχῶν, Ἀνθ. Π. 5. 125.