A v. ἀσκητήρ.
ἀσκήτωρ: -ορος, ὁ, = ἀσκητής, ὦ κοῦφοι ἀσκήτορες (ἀσκητῆρες Künh) ἄθλιοι ἄνδρες Ποιητ. παρὰ Γαλην. τ. 2. 14 (1. σ. 36).