νυκτιφόρος
English (LSJ)
ον,
A bringing darkness, ἀφροσύνη Ph.1.335.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτιφόρος: -ον, (φέρω) ὁ φέρων νύκτα, προξενῶν σκότος, νυκτιφόρος ἀφροσύνη Φίλων 1. 335.
ον,
A bringing darkness, ἀφροσύνη Ph.1.335.
νυκτιφόρος: -ον, (φέρω) ὁ φέρων νύκτα, προξενῶν σκότος, νυκτιφόρος ἀφροσύνη Φίλων 1. 335.