ἐκμελετάω

Revision as of 10:13, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

English (LSJ)

   A train or teach carefully, τινά Pl.Hp.Ma.287a.    2 learn perfectly, con over, practise, Antipho 3.2.7, Pl.Hp.Ma.286d; τὴν εἰς τὸ θεῖον ἐ. βλασφημίαν Men.715.

German (Pape)

[Seite 769] sehr sorgfältig üben; τινά, gründlich unterrichten, Plat. Hipp. mai. 287 a; eine Kunst oder Wissenschaft gründlich lernen; neben μανθάνω 286 d, vgl. Antiph. III β 7; Sp., wie Plut. Galb. 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκμελετάω: μέλλ. –ήσω, ἀσκῶ ἢ διδάσκω τινὰ ἐπιμελῶς, μετὰ αἰτ., ἵνα ὅ τι μάλιστά με ἐκμελετήσῃς Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 287Α. 2) ἐντελῶς μανθάνω, ἐξασκοῦμαι, Λατ. meditari, Ἀντιφῶν 121. 41, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 286D· τὴν εἰς τὸ θεῖον ἐκμ. Βλασφημίαν Μένανδ. ἐν Ἀδηλ. 169.