ἡδυντικός
English (LSJ)
ή, όν,
A fit for seasoning, Arist.Pr.923a29. II -κή τέχνη an art of seasoning, Pl.Sph. 223a.
German (Pape)
[Seite 1153] angenehm, schmackhaft machend, würzend, Plat. Soph. 223 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδυντικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ἥδυνσιν, ποιῶν τι νόστιμον, Ἀριστ. Προβλ. 20. 6. ΙΙ. ἡ ἡδυντική (ἐνν. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ καρυκεύειν, Πλάτ. Σοφ. 223Α.