ἀνίπταμαι
English (LSJ)
A = ἀναπέτομαι, Max.Tyr.22.6.
German (Pape)
[Seite 238] Sp., = ἀναπέτομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνίπταμαι: ἀποθ. = ἀναπέτομαι, ὃ ἴδε.
A = ἀναπέτομαι, Max.Tyr.22.6.
[Seite 238] Sp., = ἀναπέτομαι.
ἀνίπταμαι: ἀποθ. = ἀναπέτομαι, ὃ ἴδε.