ου, ὁ,
A harsh-speaking, Sch.Ar.Nu.1370.
[Seite 901] ὁ, der hart Redende (?).
σκληρολέκτης: -ου, ὁ τραχύς, σκληρὸς τοὺς λόγους, ἔχων ξηρὸν λεξικόν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1367.