strengthd. for ἀπεύχομαι, Tz.H.13.606.
[Seite 870] durch Bitten abwenden, Tzetz.
ἐξαπεύχομαι: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἀπεύχομαι, Τζέτζ. Ἱστορ. 13. 607.