τό,
A double portion of meat, νώτου SIG1025.53 (Cos); also δίκρεως μερίς ib.1013.5 (Chios); δύο μοίρας δίκρεως BCH37.195 (Chios, iv B. C.).
δίκρεας: -ατος, τό, διπλῆ μερὶς κρέατος, νώτου δίκρεας Dittenb. SIG. 616. 53. 54.