γυμνασιαρχίς
English (LSJ)
ίδος, ἡ, fem. of -άρχης, CIG5132 (Cyren.), PAmh.64.6 (ii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
γυμνασιαρχίς: -ίδος, ἡ, θηλ. τοῦ -άρχης, Συλλ. Ἐπιγρ. 5132.
ίδος, ἡ, fem. of -άρχης, CIG5132 (Cyren.), PAmh.64.6 (ii A. D.).
γυμνασιαρχίς: -ίδος, ἡ, θηλ. τοῦ -άρχης, Συλλ. Ἐπιγρ. 5132.