χειμόσπορος
English (LSJ)
ον,
A sown in winter, ib.4.11.1.
Greek (Liddell-Scott)
χειμόσπορος: -ον, ὁ σπειρόμενος ἐν καιρῷ χειμῶνος, χειμόσποροι πυροὶ Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 4. 11, 1.
ον,
A sown in winter, ib.4.11.1.
χειμόσπορος: -ον, ὁ σπειρόμενος ἐν καιρῷ χειμῶνος, χειμόσποροι πυροὶ Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 4. 11, 1.