ον,
A clouded, overcast, ἀήρ Ar.Av.1194.
[Seite 583] umwölkt, ἀήρ, Ar. Av. 1192.
περινέφελος: -ον, κεκαλυμμένος ὁλόγυρα ὑπὸ νεφελῶν, νεφελώδης, ἀὴρ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1194.